ἑδράζονται

ἑδράζονται
ἑδράζω
cause to sit
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • βάθρο — Στη γεφυροποιία β. ονομάζονται τα μέρη εκείνα της γέφυρας όπου εδράζονται τα τόξα. Στην ουσία, χρησιμεύουν για να μεταφέρουν στο έδαφος την πίεση των υπερκειμένων φορτίων. Διακρίνονται, ανάλογα με τη θέση τους, σε ακρόβαθρα ή μεσόβαθρα. Η… …   Dictionary of Greek

  • κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …   Dictionary of Greek

  • μονόζυγο — το (αθλ.) όργανο γυμναστικής αποτελούμενο από έναν ζυγό, δηλ. μια χαλύβδινη ή ξύλινη οριζόντια ράβδο, η οποία στηρίζεται στα δύο άκρα της με κατακόρυφα στηρίγματα που εδράζονται στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Γ. Παγώνα] …   Dictionary of Greek

  • φυλοσύνδετος — η, ο, Ν 1. βιολ. αυτός που συνδέεται, που σχετίζεται με το φύλο και τη φυλετικότητα 2. φρ. «φυλοσύνδετη κληρονομικότητα» βιολ. τρόπος κληρονομικής μετάδοσης τών γονιδίων που εδράζονται στο χρωματόσωμα Χ στα είδη όπου ετερογαμικό φύλο είναι το… …   Dictionary of Greek

  • ώσμωση — Φαινόμενο που εκδηλώνεται όταν, με τη βοήθεια μιας ειδικής μεμβράνης, είναι δυνατόν να διαχωριστεί ένα διάλυμα από τον διαλύτη του ή ένα αραιωμένο διάλυμα από ένα πυκνότερο. Το φαινόμενο συνίσταται στη διέλευση του διαλύτη από τη μεμβράνη κατά… …   Dictionary of Greek

  • Μαρτινίκα — Νησί (1.102 τ. χλμ., 381.427 κάτ. το 1999) της Κεντρικής Αμερικής, στις Αντίλλες, το οποίο αποτελεί υπερπόντιο νομό της Γαλλίας, με πρωτεύουσα τη Φορ ντε Φρανς (Fort de France, 94.049 κάτ.).Βρίσκεται στα Προσήνεμα νησιά των Μικρών Αντιλλών,… …   Dictionary of Greek

  • μελτέμια ή ετησίαι — Σταθεροί ανεμοι που πνέουν στην κατώτερη ατμόσφαιρα. Είναι κυρίως του βόρειου τομέα (ΒΑ ΒΔ ή και Δ) και επικρατούν στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου κατά τη θερμή περίοδο, ιδίως την περίοδο Μαΐου Σεπτεμβρίου. Στις ελληνικές θάλασσες, τα μ.… …   Dictionary of Greek

  • Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”